- πολυαλδής
- -ές, Α. ο πολύ θρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευ-αλδής, νε-αλδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυαλδέσιν — πολυαλδής much nourishing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek